ανισόχρονος — η, ο (Α ἀνισόχρονος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ίση διάρκεια με κάποιον ή κάτι άλλο 2. (Μετρ.) αυτός που έχει συντεθεί σε άνισους χρόνους … Dictionary of Greek
ετερόκερκο — το το ουραίο πτερύγιο ορισμένων ψαριών με δύο άνισους λοβούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterocerc < hetero (πρβλ. ετερο *) + cerc (πρβλ. κέρκος «ουρά»)] … Dictionary of Greek
ετερόλοβος — η, ο ο διαιρεμένος σε δύο άνισους λοβούς … Dictionary of Greek
ζιγκουράτ — Κλιμακωτοί ναοί των Βαβυλωνίων και των Ασσυρίων σε σχήμα πυραμίδας, που αριθμούσαν επτά άνισους ορόφους. Ερείπιά τους σώζονται έως σήμερα κατά μήκος του Ευφράτη ποταμού. * * * το αρχαιολ. είδος πυραμιδόσχημου βαθμιδωτού πύργου ναού στην… … Dictionary of Greek
περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές … Dictionary of Greek
προμήκης — όμηκες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «προμήκης μυελός» τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια τού άνω άκρου τού νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά… … Dictionary of Greek
ρομβικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα ρόμβου 2. φρ. α) «ρομβικό δωδεκάεδρο» (κρυσταλλ.) στερεό σχήμα με δώδεκα όμοιες έδρες, σε σχήμα ρόμβου β) «ρομβικό κρυσταλλικό σύστημα» κρυσταλλικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από τρεις κρυσταλλογραφικούς άξονες,… … Dictionary of Greek
αλβεοπόρα — (alveopora). Επιστημονική ονομασία γένους κοιλεντερωτών της οικογένειας των ποριτιδών, της τάξης των μαδρεπόρων. Τα κοράλλια αυτά εμφανίστηκαν για πρώτη φορά κατά την κρητιδική περιόδο. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν στη Γερμανία, μέσα σε… … Dictionary of Greek
ρομβικό σύστημα — Μια από τις υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών που ανήκουν στο σύστημα αυτό χαρακτηρίζονται από 3 άξονες κάθετους μεταξύ τους αλλά άνισους, έτσι ώστε η ανάπτυξη των εδρών του κρυστάλλου να είναι διαφορετική… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия